- εὐ-έκτης
εὐ-έκτης, ὁ, sich wohlbefindend, gesund u. kräftig, Pol. 3, 88, 2 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-έκτης, ὁ, sich wohlbefindend, gesund u. kräftig, Pol. 3, 88, 2 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑκτῆς — ἑκτεύς the sixth part (sextarius) of the masc nom pl ἑκτεύς the sixth part (sextarius) of the masc nom/voc pl ἑκτός qualities fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕκτης — ἕκτη the sixth of a stater fem gen sg (attic epic ionic) ἕκτος sixth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εϋρ(ρ)έκτης — ἐϋρ(ρ)έκτης, ὁ (Α) ευεργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρέκτης «ευεργητικός, δραστήριος»] … Dictionary of Greek
ευέκτης — εὐέκτης, ὁ (Α) 1. υγιής, δυνατός, εύρωστος (α. «τὸ δὲ σῶμα εὐέκτης», Αριστοφ. β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.) 2. ο πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκτης (< έχω), πρβλ. καχ έκτης, πλεον έκτης] … Dictionary of Greek
καχέκτης — καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α) 1. καχεκτικός 2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πλεονέκτης — ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα κάποιος άλλος ή οι άλλοι γενικώς και συνήθως να αποκτήσει κάτι που δεν το δικαιούται («πᾱς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης... οὐκ ἔχει… … Dictionary of Greek
καθέκτης — ο (Μ καθέκτης) 1. καταπακτή, οριζόντια πόρτα πάνω σε δάπεδο, η οποία εμποδίζει την κάθοδο σε υπόγειο, γκλαβανή 2. ναυτ. χαμηλό υπόστεγο που βρίσκεται πάνω από κάθε σκάλα καθόδου από το κατάστρωμα πλοίου προς το κύτος του, για να προστατεύει από… … Dictionary of Greek
μεθέκτης — μεθέκτης, ὁ (Α) αυτός που μετέχει σε κάτι, μέτοχος, συμμέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + έκτης (< ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω), πρβλ. καχ έκτης] … Dictionary of Greek
μειονέκτης — μειονέκτης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός ο οποίος έχει λιγότερο 2. συνεκδ. ο κατώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + εκτης (< ἔχω), πρβλ. πλεον έκτης] … Dictionary of Greek
προσεκτής — και προσέκτης, ὁ, ΜΑ αυτός που ανήκει σε κάποιον («φροντίδα τῶν ὑπὲρ γῆς αὐτῷ κατὰ τὸ γένος προσεκτῶν ἔχειν», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εκτης (< ἔχω), πρβλ. πλεον έκτης] … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek