- εὐ-έγρετος
εὐ-έγρετος, gut zu erwecken, Hierocl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-έγρετος, gut zu erwecken, Hierocl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νήγρετος — νήγρετος, ον (Α) 1. (σπάν. για πρόσ.) αυτός που δεν μπορεί να σηκωθεί ή που δεν σηκώθηκε 2. (για ύπνο) βαρύς, βαθύς («καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. (μαζί με το ύπνος)… … Dictionary of Greek
ευέγρετος — εὐέγρετος, ον (Α) αυτός που εξεγείρεται ή παρακινείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εγρετος (< εγείρω)] … Dictionary of Greek