- εὐ-άνθεμον
εὐ-άνθεμον, τό, Kamillen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-άνθεμον, τό, Kamillen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… … Dictionary of Greek
ἄνθεμον — flowers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέμοις — ἄνθεμον flowers neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέμοισιν — ἄνθεμον flowers neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέμου — ἄνθεμον flowers neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέμων — ἄνθεμον flowers neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσάνθεμο — το (Α κισσάνθεμον) είδος κυκλάμινου αρχ. κισσάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + άνθεμον (< ἄνθεμον «άνθος»), πρβλ. κριν άνθεμον, μηλ άνθεμον] … Dictionary of Greek
χαλκάνθεμον — τὸ, Α το χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ἄνθεμον «λουλούδι» (πρβλ. χρυσ άνθεμον)] … Dictionary of Greek
Chrysanthemum — sp Scientific classification Kingdom: Plantae … Wikipedia
Mesembryanthemum — crystallinum Scientific classification Kingdom … Wikipedia
Chrysanthemum — «Crisantemo» redirige aquí. Para otras acepciones, véase Crisantemo (desambiguación). Crisantemo … Wikipedia Español