εὐ-άνθεμος

εὐ-άνθεμος

εὐ-άνθεμος, blumenreich, blühend, φυή, Pind. Ol. 1, 67; ἥβη, Agath. 39 (VII, 602).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευάνθεμος — εὐάνθεμος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός 2. το ουδ. ως ουσ. τό ευάνθεμον φυτό που μοιάζει με το χαμομήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυρ άνθεμος, φιλ άνθεμος] …   Dictionary of Greek

  • κηράνθεμος — κηράνθεμος, ὁ και κηράνθεμον, τὸ (Α) κήρινθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + άνθεμος (< ἄνθεμον), πρβλ. φοινικ άνθεμος, χρυσ άνθεμος] …   Dictionary of Greek

  • φοινικάνθεμος — ον, Α αυτός που έχει άνθη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + άνθεμος (< ἄνθεμον), πρβλ. πορφυρ άνθεμος, χρυσ άνθεμος] …   Dictionary of Greek

  • πολυάνθεμος — ον, Α 1. πλούσιος σε άνθη («πολυάνθεμοι ἄρουραι», Σαπφ.) 2. διακοσμημένος με πολλά άνθη («πολυάνθεμοι μίτραι», Ανακρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνθεμον το φυτό βατράχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄνθεμον (πρβλ. ευ άνθεμος, χρυσ άνθεμος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσάνθεμος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει χρυσά άνθη, χρυσανθής* 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άνθεμος (< ἄνθεμον «λουλούδι»), πρβλ. φιλ άνθεμος] …   Dictionary of Greek

  • άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… …   Dictionary of Greek

  • μελάνθεμον — μελάνθεμον, τὸ (Α) είδος ανθεμίδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ἄνθεμον (πρβλ. λευκ άνθεμος)] …   Dictionary of Greek

  • πορφυράνθεμος — ον, Α πορφυρανθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ἄνθεμον (πρβλ. χρυσ άνθεμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”