- εὐ-άγλις
εὐ-άγλις, ῑϑος, oder ῑδος, κώδεια, die Knoblauchzwiebel, die aus vielen oder schönen Kernen, ἄγλῑϑες (w. m. s.), besteht, Nic. Al. 432.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-άγλις, ῑϑος, oder ῑδος, κώδεια, die Knoblauchzwiebel, die aus vielen oder schönen Kernen, ἄγλῑϑες (w. m. s.), besteht, Nic. Al. 432.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άγλις — ἄγλις ( ιθος και ιδος) και ἀγλίς ( ῑθος), η (AM) 1. σκελίδα σκόρδου 2. συνήθως στον πληθ. αἱ ἄγλιθες το κεφάλι σκόρδου και οι σκελίδες που τό αποτελούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το γέλγις, που έχει την ίδια… … Dictionary of Greek
ἀγλίς — ἀγλί̱ς , ἄγλις clove fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγλις — ἄγλῑς , ἄγλις clove fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλῖθας — ἄγλις clove fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλῖθες — ἄγλις clove fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλῖθος — ἄγλις clove fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
STICA — apud Catonem, c. 70. ubi de quadam medicamenti compositione, quae bubus paratur: Si morbum metues, sanis dato salis micas III. folia laurea III. porri fibras III. ulpici sticas III. alii sticas III. Plinio nucleus, Graece ἄγλις et γέλγις, tunica… … Hofmann J. Lexicon universale
αγλίθα — και αγλίδα και αγουλήθρα και γλίθα και αγγλίδα, η 1. σκελίδα σκόρδου ή φέτα πορτοκαλιού, μανταρινιού κ.λπ. 2. αδένας 3. νόσος τού ήπατος τών αιγοπροβάτων, εχινόκοκκος 4. γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἄγλις*] … Dictionary of Greek
αγλίτια — ἀγλίτια, τα (Α) [ἄγλις] σκόρδα … Dictionary of Greek
γάγγλιο — το (Α γαγγλίον) στρογγυλός ή επιμήκης μικρός όγκος σε ορισμένα σημεία των λεμφαγγείων και των νεύρων αρχ. 1. «ἀπόστημα ἄπονον ὑπὸ λευκῷ και νευρώδει χιτῶνι» απόστημα που δεν προκαλεί πόνο σκεπασμένο με λευκό χιτώνα από νεύρα 2. «νεύρου παρὰ φύσιν … Dictionary of Greek
γέλγις — (γεν. ιος, ιθος, ιδος), η (Α) 1. ο βολβός τού σκόρδου 2. πληθ. οι σκελίδες τού σκόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει την ίδια σημασία με τη λ. άγλις «κεφαλή σκόρδου». Στον τ. γέλγις απαντά εκφραστικός αναδιπλασιασμός* γέλ γλις. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ … Dictionary of Greek