- εὐ-άγητος
εὐ-άγητος, sich leicht bewegend, Ar. Nubb. 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-άγητος, sich leicht bewegend, Ar. Nubb. 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγητός — admirable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄγητος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγητός — (6ος αι. π.Χ.).Σπαρτιάτης, γιος του Αλκείδου και φίλος του βασιλιά της Σπάρτης Αρίστωνος. Ο Ά. είχε νυμφευτεί μια από τις ωραιότερες γυναίκες του Άργους, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν ως βρέφος πολύ άσχημη, αλλά η τροφός της την πήγαινε… … Dictionary of Greek
ἀγητά — ἀγητός admirable neut nom/voc/acc pl ἀγητά̱ , ἀγητός admirable fem nom/voc/acc dual ἀγητά̱ , ἀγητός admirable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγητόν — ἀγητός admirable masc acc sg ἀγητός admirable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγήτω — Ἄγητος masc nom/voc/acc dual Ἄγητος masc gen sg (doric aeolic) Ἀγήτας masc gen sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγητοῖς — ἀγητός admirable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγητοί — ἀγητός admirable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγητοῦ — ἀγητός admirable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγητούς — ἀγητός admirable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγητῆς — ἀγητός admirable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)