- εὐ-άγκεια
εὐ-άγκεια, ἡ, schöne Thalgegend, schöne Thäler, Πίνδου Callim. Cer. 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-άγκεια, ἡ, schöne Thalgegend, schöne Thäler, Πίνδου Callim. Cer. 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄγκεια — ἀνακαίω kindle aor ind act 1st sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγκεια — η, ΝΑ νεοελλ. διεθν. δίκ. η γραμμή που ακολουθεί ο μέσος ρους ποταμού ως σύνορο δύο παρόχθιων κρατών αρχ. κοίλος τόπος, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγκεια (< αγκης < ἄγκος «ορεινή κοιλάδα»), πρβλ. ευάγκεια, μισγ άγκεια)] … Dictionary of Greek
μισγάγκεια — η (Α μισγάγκεια) η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου τής οποίας γίνεται η ροή τού νερού αρχ. 1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα… … Dictionary of Greek