- εὐ-άκεστος
εὐ-άκεστος, leicht zu heilen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-άκεστος, leicht zu heilen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακεστός — ἀκεστός, ή, όν (Α) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο ιάσιμος «ἀκεστὰ πράγματα» (Ιπποκρ. Αρθρ. 58), «ἀκεσταὶ φρένες ἐσθλῶν» (Όμ. Ν 115). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστικός] … Dictionary of Greek
ἀκεστός — curable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστόν — ἀκεστός curable masc acc sg ἀκεστός curable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστή — ἀκεστός curable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστῷ — ἀκεστός curable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστά — ἀκεστά̱ , ἀκεστής menders masc nom/voc/acc dual ἀκεστής menders masc voc sg ἀκεστής menders masc nom sg (epic) ἀκεστός curable neut nom/voc/acc pl ἀκεστά̱ , ἀκεστός curable fem nom/voc/acc dual ἀκεστά̱ , ἀκεστός curable fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάκεστος — εὐάκεστος, ον (Α) αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ευίατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακεστός (< ακούμαι), πρβλ. αν άκεστος] … Dictionary of Greek
νήκεστος — νήκεστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον ανίατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευ άκεστος] … Dictionary of Greek
ἀκεστῶν — ἀκεστής menders masc gen pl ἀκεστός curable fem gen pl ἀκεστός curable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση … Dictionary of Greek
ακεστικός — ἀκεστικός, ή, όν (Α) [ἀκεστός] 1. αυτός που είναι κατάλληλος να γιατρέψει ή να επιδιορθώσει 2. ἡ ἀκεστικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη τού θεραπευτή, τού γιατρού 3. η τέχνη εκείνου που επιδιορθώνει σκισμένα ενδύματα «κναφευτικὴν σύμπασαν καὶ τὴν… … Dictionary of Greek