εὐ-άφιον

εὐ-άφιον

εὐ-άφιον, τό, ein durch Berührung linderndes Heilmittel, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Αφιόν Καραχισάρ — (Afyonkarahisar). Πόλη (111.580 κάτ. το 1998) της Δ Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (14.230 τ. χλμ., 812.416 κάτ.). Είναι κόμβος σιδηροδρομικών και οδικών αρτηριών και διαθέτει βιομηχανίες τσιμέντου και τροφίμων, καθώς επίσης και… …   Dictionary of Greek

  • θειάφι — και τειάφι, το (Μ θειάφιον) 1. το ορυκτό θείο* 2. συνεκδ. καπνός ή οσμή από θειάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. θειάφιον < θείον + επίθημα αφιον (πρβλ. εδ άφιον, ξυλ άφιον, ξυρ άφιον) και απαντά στον Τζέτζη (7ος μ.Χ. αι.), ενώ ο Ησύχ. παραδίδει τ.… …   Dictionary of Greek

  • μυράφιον — μυράφιον, τὸ (Α) υποκορ. τού μύρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + υποκορ. κατάλ. άφιον (πρβλ. αργυρ άφιον, θηρ άφιον)] …   Dictionary of Greek

  • ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… …   Dictionary of Greek

  • μνημάφιον — μνημάφιον, τὸ (Α) μνημάτιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα + υποκορ. κατάλ. άφιον (πρβλ. θηρ άφιον)] …   Dictionary of Greek

  • μοιράφιον — μοιράφιον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού μοίρα) μικρό τεμάχιο, μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + «τεμάχιο» υποκορ. κατάλ. άφιον (πρβλ. θηρ άφιον)] …   Dictionary of Greek

  • ξηράφιον — ξηράφιον, τὸ (ΑΜ) αποξηραντική σκόνη η οποία επιπασσόταν πάνω σε πληγές ή τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κατάλ. άφιον (πρβλ. μνημ άφιον)] …   Dictionary of Greek

  • ξυλήφιον — ξυλήφιον, τὸ (ΑΜ, Μ και ξυλάφιον) μικρό τεμάχιο ξύλου, ξυλαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + υποκορ. κατάλ. άφιον / ήφιον (πρβλ. ξυρ άφιον)] …   Dictionary of Greek

  • υιάφιον — τὸ, Α (με θωπευτική σημ.) υποκορ. τού υἱός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + υποκορ. κατάλ. άφιον (πρβλ. ξυρ άφιον)] …   Dictionary of Greek

  • χοιράφιος — ὁ, και χοιράφιον, τὸ, Α 1. (το αρσ.) αυλάκι 2. (το ουδ.) χοιρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + υποκορ. κατάλ. άφιον (πρβλ. θηρ άφιον). Για τη σημασία τής λ. «αυλάκι» πρβλ. πιθ. και τα λατ. porca «κομμάτι γης μεταξύ τών αυλακιών»: porcus «χοίρος»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”