- πυρι-βρῑθής
πυρι-βρῑθής, ές, feuerbelastet, Orph. fr. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-βρῑθής, ές, feuerbelastet, Orph. fr. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρποβριθής — καρποβριθής, ές (Μ) φορτωμένος καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βριθής (< βρίθω), «γεμίζω» πρβλ. πυρι βριθής στερνο βριθής] … Dictionary of Greek
κεντροβριθής — κεντροβριθής, ές (Μ) αυτός που πιέζεται από κάποιο βάρος προς το κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + βριθής (< βρῖθος), πρβλ. πυρι βριθής, σαυρο βριθής] … Dictionary of Greek
μικροβιοβριθής — ές αυτός που περιέχει πολλά μικρόβια, που είναι γεμάτος μικρόβια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρόβιο + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. πυρι βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πυριβριθής — ές, Α αυτός που βρίθει, που είναι γεμάτος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής, χθονο βριθής] … Dictionary of Greek