- πυρι-βρεμέτης
πυρι-βρεμέτης, ὁ, = πυρίβρομος, Orph. H. 49, wo Herm. ἐριβρεμέταο Ἰάκχου lies't.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-βρεμέτης, ὁ, = πυρίβρομος, Orph. H. 49, wo Herm. ἐριβρεμέταο Ἰάκχου lies't.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριβρεμέτης — ὁ, Α πυριγενέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ, ηχώ δυνατά»), πρβλ. υψι βρεμέτης] … Dictionary of Greek