εὐ-οιωνισμός

εὐ-οιωνισμός

εὐ-οιωνισμός, , glückliche Vorbedeutung, Schol. Luc. Iup. Trag. 47.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οιωνισμός — ο (Α οἰωνισμός) [οιωνίζομαι] παρατήρηση τής κραυγής και τού τρόπου πτήσης τών πτηνών για την πρόβλεψη τού μέλλοντος …   Dictionary of Greek

  • οἰωνισμός — οἰώνισμα omen from the flight masc nom sg οἰωνισμός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ευοιωνισμός — εὐοιωνισμός, ὁ (Α) καλός οιωνός, προαίσθηση ή προμήνυμα ευτυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οιωνισμός] …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՒԱԴԻՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0071 Chronological Sequence: Early classical գ. οἱωνισμός augurium. Դիտողութիւն հաւուց՝ հմայիւք. *Ըղձութիւնք եւ հաւադիտութիւնք (կամ հաւագիտութիւնք) եւ երազք ընդունայն են. Սիր. ՟Լ՟Ա. 5 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԱՒԱՀՄԱՅ — (ի, ից.) NBH 2 0072 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ա.գ. οἱωνόμαντις augur, auspex. Հմայօղ ʼի ձեռն հաւուց. հաւադէտ. հաւահարց. *Մերժել զհաւահմայն, զհաւահարցն. Ոսկ. տիտ.: գ. ՀԱՒԱՀՄԱՅՔ յից. գ. ՀԱՒԱՀՄԱՅՈՒԹԻՒՆ. οἱώνισμα,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԱՒԱՀՄԱՅՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0072 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ՀԱՒԱՀՄԱՅՔ ՀԱՒԱՀՄԱՅՈՒԹԻՒՆ. οἱώνισμα, οἱωνισμός, οἱωνομαντεία augurium, haruspicium, hariolatio. Հմայելն ʼի ձեռն հաւուց. հաւադիւթականն արուեստ. *Կիւսից ձերոց, եւ հաւահմայից… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀՄԱՅՔ — (այից, իւք.) NBH 2 0104 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c, 13c գ. οἵωσις, οἱώνισμα, οἱωνισμός , κληδονισμός, μαντεία, είον ominatio, omen, augurium, praestigia, gium; vaticinium, hariolatio. (լծ. իմայք. իմացք. եւ հմտութիւն.) Սուտ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • οἰωνισμοῖς — οἰώνισμα omen from the flight masc dat pl οἰωνισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνισμοί — οἰώνισμα omen from the flight masc nom/voc pl οἰωνισμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνισμοῦ — οἰώνισμα omen from the flight masc gen sg οἰωνισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”