- εὐ-οιωνιστός
εὐ-οιωνιστός, mit glücklicher Vorbedeutung, VLL., B. A. 40 Erkl. von εὔορνις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-οιωνιστός, mit glücklicher Vorbedeutung, VLL., B. A. 40 Erkl. von εὔορνις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευοιώνιστος — εὐοιώνιστος, ον (Α) αυτός που έχει καλό οιωνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οιωνιστος (οιωνίζομαι), πρβλ. δυσ οιώνιστος] … Dictionary of Greek