- εὐθύ-πορος
εὐθύ-πορος, geradeausgehend, gerade, Theophr. u. Sp.; übertr., ἦϑος Plat. Legg. VI, 775 d, wie unser Geradsinn. – Vom Holze, mit geradegehenden Poren, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐθύ-πορος, geradeausgehend, gerade, Theophr. u. Sp.; übertr., ἦϑος Plat. Legg. VI, 775 d, wie unser Geradsinn. – Vom Holze, mit geradegehenden Poren, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόπορος — και, επικ. τ., μεσσόπορος, ον (Α) αυτός διά μέσου τού οποίου ταξιδεύει, προχωρεί ή πλέει κάποιος («μεσοπόροις ἐν πελάγεσσι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πόρος (πρβλ. βαθύ πορος, ευθύ πορος). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ. (για… … Dictionary of Greek
ευθύπορος — εὐθύπορος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πορεύεται κατευθείαν 2. (για ήθος) ομαλός, κόσμιος 3. αυτός που έχει ευθύ πέρασμα («εὐθύπορον κέρας», Αριστοτ.) 4. (για ξύλο) αυτός που έχει ευθεία διάταξη στις ίνες του. επίρρ... εὐθυπόρως (Μ) κατευθείαν, σε… … Dictionary of Greek