- εὐθύ-πνοος
εὐθύ-πνοος, zsgzgn -πνους, 1) in gerader Richtung wehend, Ζέφυρος Pind. N. 2, 7; Arist. mund. 4, 14. – 2) gerade, leicht athmend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐθύ-πνοος, zsgzgn -πνους, 1) in gerader Richtung wehend, Ζέφυρος Pind. N. 2, 7; Arist. mund. 4, 14. – 2) gerade, leicht athmend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλόπνους — μεγαλόπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που πνέει ισχυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πνοος (< πνοή), πρβλ. ευθύ πνοος] … Dictionary of Greek
ευθύπνους — εὐθύπνους, ουν και εὐθύπνοος, οον (Α) 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει κατευθείαν («θοαῑς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», Πίνδ.) 2. (για πρόσωπο) αυτός που αναπνέει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πνους (< πνόος < πνοή),… … Dictionary of Greek
ολιγόπνους — ὀλιγόπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει λίγη, ασθενή πνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πνοος / πνους (< πνοή), πρβλ. ευθύ πνους] … Dictionary of Greek