εὐ-λόγιστος

εὐ-λόγιστος

εὐ-λόγιστος, wohl berechnend, überlegend, vorsichtig, Arist. rhet. 2, 8; καὶ φρένας ἔχοντες Pol. 10, 2, 7; von Plut. consol. ad Apollon. p. 318 erkl. ὁ τὸν οἰκεῖον ὅρον ἔχων καὶ δυνάμενος φέρειν δεξιῶς τά τε προςηνῆ καὶ τὰ λυπηρά κ. τ. λ., also ein kluger u. ruhiger Mann; – gut berechnet, wohl überlegt, αἰτίαι D. Hal. 1, 4; ὁδὸς εὐλ. καὶ ἀσφαλής 5, 55; Plut. u. a. Sp.; von Zahlen, leicht zu berechnen, ἀριϑμοί Arist. sens. 3; dem περιττός entgegengesetzt, id. Metaphys. – Adv., εὐλογίστως καὶ πρᾴως φέρειν D. Hal. 4, 21; Plut. C. Gracch. E.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λογιστός — λογιστός, ή, όν (Α) [λογίζομαι] αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται …   Dictionary of Greek

  • ευεπιλόγιστος — εὐεπιλόγιστος, ον (Α) αυτός που συμπεραίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι λογιστος (< επι λογίζομαι «συμπεραίνω» < επί λογος), πρβλ. δυσ επι λόγιστος] …   Dictionary of Greek

  • μονολόγιστος — μονολόγιστος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει έναν μόνο συλλογισμό, αυτός που αποβλέπει σε ένα πράγμα και σκέπτεται μόνο αυτό αρχ. αυτός που εκφράζεται με έναν συλλογισμό. επίρρ... μονολογίστως (ΑΜ) μσν. με απλότητα στην έκφραση αρχ. με έναν μόνο… …   Dictionary of Greek

  • начьтьникъ — НАЧЬТЬНИК|Ъ (3*), А с. Тот, кто скрупулезно разбирает, взвешивает что л. Перен.: Противу (симъ) что рекуть на(м) облыгатели горции. бж(с)тву начатници [так!]. клеветари хвалимы(х). (λογισταί) ГБ XIV, 10а; Противу симъ что гл҃ють на(м) облыжници… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευλόγιστος — εὐλόγιστος, ον (Α) 1. αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται εύκολα 2. (για αριθμούς) α) απλός («ἐν ἀριθμοῑς εὐλογίστοις», Αριστοτ.) β) και σε αντίθεση με το περιττός («ἐν ἀριθμῷ... ἤ ἐν εὐλογίστῳ ἤ ἐν περιττῷ», Αριστοτ.) 3. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • λογιστικός — ή, ό (Α λογιστικός, ή, όν) [λογιστός] ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική… …   Dictionary of Greek

  • λογιστονόμος — λογιστονόμος, ον (Α) αυτός που τακτοποιεί τους λογαριασμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογιστός ή λογιστής + νόμος (< νόμος < νέμω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”