εὐλός

εὐλός

εὐλός, , Kanal, Synes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευλός — εὐλός, ὁ (Α) αυλάκι, οχετός, κανάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλ. μτγν. τ. τών αύλαξ, ευλάκα, «αυλάκι»] …   Dictionary of Greek

  • ευλοειδής — εὐλοειδής, ές (Μ) αυλακώδης, αυλακοειδής, οχετοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλός «αυλάκι» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • ευλοκοπούμαι — εὐλοκοποῡμαι, έομαι (Α) τρώγομαι από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλός + κοπούμαι τού κοπώ < κοπος < κόπτω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”