πυρετο-φόρος

πυρετο-φόρος

πυρετο-φόρος, Fieber bringend, erzeugend, Schol. Soph. O. R. 27.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυκλοφορώ — (Α κυκλοφοροῡμαι, έομαι και κυκλοφορῶ, έω) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι νεοελλ. 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε… …   Dictionary of Greek

  • πυρετοφόρος — ον, Α αυτός που προξενεί πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρετός + φόρος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”