- πυρεταίνω
πυρεταίνω, = Folgdm, Luc. Scyth. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρεταίνω, = Folgdm, Luc. Scyth. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρεταίνω — Α [πυρετός] 1. έχω πυρετό 2. μτφ. κατέχομαι από ένα νοσηρό σωματικό ή, συνήθως, ψυχικό πάθος («εἴ πως δυνηθείης τὸ πυρεταῑνον τῆς σαρκὸς φρόνημα κατασβέσαι», Νείλ.) … Dictionary of Greek
επιπυρεταίνω — ἐπιπυρεταίνω (Α) [πυρεταίνω] επιπυρέσσω … Dictionary of Greek
ορθοπυρεταίνω — ὀρθοπυρεταίνω (Α) έχω φυσιολογική, ομαλή θερμοκρασία σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πυρεταίνω] … Dictionary of Greek
υποπυρεταίνω — Α έχω λίγο πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πυρεταίνω «έχω πυρετό»] … Dictionary of Greek