- εὐ-αίρετος
εὐ-αίρετος, wohl, leicht zu fangen, zu erobern, χώρη, Her. 7, 130; leicht auszuwählen, Xen. Mem. 3, 1, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-αίρετος, wohl, leicht zu fangen, zu erobern, χώρη, Her. 7, 130; leicht auszuwählen, Xen. Mem. 3, 1, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱρετός — that may be taken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρετός — ή, ό (Α αἱρετός, ή, ὸν) Α. [< αἱροῡμαι] 1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο) 2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος αρχ. 1. αυτός που προτιμά κανείς,… … Dictionary of Greek
αιρετός — ή, ό αυτός που παίρνει κάποιο αξίωμα με εκλογή και όχι με διορισμό ή κληρονομικό δικαίωμα: Οι δήμαρχοι είναι άρχοντες αιρετοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἱρετώτερον — αἱρετός that may be taken adverbial comp αἱρετός that may be taken masc acc comp sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετωτέραις — αἱρετός that may be taken fem dat comp pl αἱρετωτέρᾱͅς , αἱρετός that may be taken fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετωτέρων — αἱρετός that may be taken fem gen comp pl αἱρετός that may be taken masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετόν — αἱρετός that may be taken masc acc sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετώτατον — αἱρετός that may be taken masc acc superl sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετοῖς — αἱρετός that may be taken masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετοῖσιν — αἱρετός that may be taken masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετοί — αἱρετός that may be taken masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)