- εὐ-μέλανος
εὐ-μέλανος, mit guter Dinte, βροχίς Phani. 3 (VI, 295).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-μέλανος, mit guter Dinte, βροχίς Phani. 3 (VI, 295).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανός — black pigment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανός — ή, ό (ΑM μελανός, ή, όν, Μ και μελενός, ή, ον) μέλας, μαύρος νεοελλ. 1. μελανωπός, μελανιασμένος, μαυρειδερός 2. φρ. α) «μελανό σημείο» μτφ. η δυσάρεστη, κακή πλευρά ενός έργου, μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης β) «μελανός νάνος» αστρον. ουράνιο… … Dictionary of Greek
μελανός — ή, ό μαύρος ή σχεδόν μαύρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέλανος — Μέλας black masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλανος — μέλας black masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανά — μελανός black pigment neut nom/voc/acc pl μελανά̱ , μελανός black pigment fem nom/voc/acc dual μελανά̱ , μελανός black pigment fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανώτερον — μελανός black pigment adverbial comp μελανός black pigment masc acc comp sg μελανός black pigment neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανωτάτων — μελανός black pigment fem gen superl pl μελανός black pigment masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανόν — μελανός black pigment masc acc sg μελανός black pigment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανώτατον — μελανός black pigment masc acc superl sg μελανός black pigment neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαναῖς — μελανός black pigment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)