- εὐ-μέλεια
εὐ-μέλεια, ἡ, schöner Gesang, gute Modulation, D. Sic. 4, 84 Plut. music.; – Wohlklang der Rede, D. Hal., Longin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-μέλεια, ἡ, schöner Gesang, gute Modulation, D. Sic. 4, 84 Plut. music.; – Wohlklang der Rede, D. Hal., Longin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελεία — μελεία, ἡ (Α) φροντίδα, μέριμνα, επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω κατά τα θηλ. μετονοματικά σε εια (επιμελής επιμέλεια) … Dictionary of Greek
τημελώ — έω, Α φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *τη μελος / τη μελη,… … Dictionary of Greek
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek