εὐ-βλαστής

εὐ-βλαστής

εὐ-βλαστής, ές, gut und schnell keimend, wachsend, Theophr.; auch akt., schnelles Wachsthum fördernd, id.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Βλάστης, κοινότητα — Κοινότητα (645 κάτ.) του νομού Κοζάνης που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον ομώνυμο οικισμό …   Dictionary of Greek

  • βλάστης — βλάστη growth fem gen sg (attic epic ionic) βλαστάω bring forth pres ind act 2nd sg βλαστάω bring forth imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευβλαστής — εὐβλαστής, ές (Α) 1. (για φυτά) αυτός που βλαστάνει γρήγορα («εὐβλαστῆ σπέρματα», Θεόφρ.) 2. αυτός που συντελεί στην καλή βλάστηση («ὁ εὐκρατὴς ἀήρ... εὐβλαστὴς ὢν καὶ εὔκαρπος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλαστής (< θ. βλαστέ , βλαστ ον,… …   Dictionary of Greek

  • κακοβλαστής — κακοβλαστής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. νεο βλαστής, πολυ βλαστής] …   Dictionary of Greek

  • πρωϊβλαστής — ές, Α (για φυτά) αυτός που βλαστάνει νωρίς, πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. οψι βλαστής, παλιμ βλαστής] …   Dictionary of Greek

  • νεοβλαστής — νεοβλαστής, ές (ΑΜ) (για φυτά) αυτός που έχει βλαστήσει πρόσφατα αρχ. μτφ. (για πρόσωπα) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. πολυ βλαστής] …   Dictionary of Greek

  • ομοβλαστής — ὁμοβλαστής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. κακο βλαστής] …   Dictionary of Greek

  • παλιμβλαστής — παλιμβλαστής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει ή φύεται εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. οψι βλαστής] …   Dictionary of Greek

  • πολυβλαστής — ές, Α (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια, ζωηρή βλάστηση, πολλούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. νεο βλαστής] …   Dictionary of Greek

  • υπερβλαστής — ές, Α αυτός που παρουσιάζει έντονη, ζωηρή βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. παλιμ βλαστής] …   Dictionary of Greek

  • χάλαζα — η, ΝΜΑ το χαλάζι νεοελλ. 1. βοτ. η περιοχή τής βάσης τής σπερματικής βλάστης, όπου ο ιμάντας συνδέεται με τους χιτώνες, και η οποία ταυτίζεται, κατά κανόνα, με την επιφάνεια σύμφυσης τού σπερματικού πυρήνα με τους χιτώνες τής σπερματικής βλάστης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”