- εὐ-βλαστία
εὐ-βλαστία, ἡ, = εὐβλάστεια, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-βλαστία, ἡ, = εὐβλάστεια, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροβλαστία — η βιολ. το φαινόμενο κατά το οποίο σε συγγενή ζώα σχηματίζονται, στα ίδια σημεία τού σώματος, όργανα ανάλογα, με διαφορετική όμως εμβρυολογική προέλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο + βλαστία (< θ. βλαστ , βλαστ ός, έ βλαστ ον), πρβλ. πολυ βλαστία,… … Dictionary of Greek