εὐ-δίδακτος

εὐ-δίδακτος

εὐ-δίδακτος, leicht zu belehren, gelehrig; D. Sic. 2, 29; Poll. 9, 161.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διδακτός — taught masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτός — ή, ό (Α διδακτός, ή, όν και ός, όν) [διδάσκω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία αρχ. 1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος 2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτά όσα επιτρέπεται να… …   Dictionary of Greek

  • διδακτός, -ή — ό αυτός που είναι δυνατόν να διδαχθεί: Οι αρχές και οι αξίες είναι αρετές διδακτές στα παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διδακτά — διδακτός taught neut nom/voc/acc pl διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc/acc dual διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτῶν — διδακτός taught fem gen pl διδακτός taught masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτόν — διδακτός taught masc acc sg διδακτός taught neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακταῖς — διδακτός taught fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακταί — διδακτός taught fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτοῖς — διδακτός taught masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτοί — διδακτός taught masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτοῦ — διδακτός taught masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”