- εὐ-δίαιτος
εὐ-δίαιτος, gut, mäßig lebend, Xen. Apol. 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-δίαιτος, gut, mäßig lebend, Xen. Apol. 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδίαιτος — εὐδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει με εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής») πρβλ. ομο δίαιτος, οικο δίαιτος, λιτο δίαιτος] … Dictionary of Greek
καθαροδίαιτος — καθαροδίαιτος, ον (Μ) αυτός που ζει καθαρό, ανεπίληπτο, άμεμπτο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + δίαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής»), πρβλ. λιτο δίαιτος, ολιγο δίαιτος] … Dictionary of Greek
καρδιοδίαιτος — καρδιοδίαιτος, ον (Α) πάπ. αυτός που τρώει καρδιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. ανθο δίαιτος, οικο δίαιτος] … Dictionary of Greek
κοπροδίαιτος — κοπροδίαιτος, ον (Μ) αυτός που τρέφεται με κόπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αστρο δίαιτος, οικο δίαιτος] … Dictionary of Greek
λιμνοδίαιτος — η, ο λιμνόβιος, λιμναίος, αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος, υδρο δίαιτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Χρ. Τσούντα] … Dictionary of Greek
λιτοδίαιτος — η, ο (Α λιτοδίαιτος, ον) 1. αυτός που ζει απλά, ολιγαρκής 2. το ουδ. ως ουσ. το λιτοδίαιτο(ν) ο λιτός βίος, η λιτότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αδρο δίαιτος, αστρο δίαιτος] … Dictionary of Greek
οικοδίαιτος — η, ο (Α οἰκοδίαιτος, ον) αυτός που τρέφεται στο σπίτι, κατοικίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αγρο δίαιτος, ραβδο δίαιτος] … Dictionary of Greek
τρωγλοδίαιτος — η, ο, Ν τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιμνο δίαιτος, σπηλαιο δίαιτος] … Dictionary of Greek
Τεχνοδίαιτος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που ζει στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. ὑλο δίαιτος] … Dictionary of Greek
ισοδίαιτος — ἰσοδίαιτος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια δίαιτα, την ίδια τροφή με τους άλλους, αυτός που ζει όπως και οι άλλοι («καὶ ἐς τὰ ἄλλα πρὸς τοὺς πολλοὺς οἰ τὰ μείζω κεκτημένοι ἰσοδίαιτοι μάλιστα κατέστησαν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δίαιτος… … Dictionary of Greek
ολιγοδίαιτος — η, ο (Α ὀλιγοδίαιτος, ον) αυτός που ζει με λίγα, ο λιτοδίαιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος] … Dictionary of Greek