- εὐ-ανά-τροφος
εὐ-ανά-τροφος, wohlgenährt, Erkl. von εὔγλαγος, Schol. Lycophr. 307.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ανά-τροφος, wohlgenährt, Erkl. von εὔγλαγος, Schol. Lycophr. 307.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευανάτροφος — εὐανάτροφος, ον (Α) ο καλοθρεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + ανα τροφος (< ανατρέφω)] … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek