- εὐ-ανά-τρεπτος
εὐ-ανά-τρεπτος, leicht umzukehren, umzustoßen, Cic. Att. 2, 14, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ανά-τρεπτος, leicht umzukehren, umzustoßen, Cic. Att. 2, 14, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευανάτρεπτος — εὐανάτρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέπεται, αναποδογυρίζει εύκολα 2. αυτός που ανασκευάζεται, αναιρείται εύκολα 3. ιατρ. ο φιλάσθενος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐανάτρεπτον (για τον ανθρώπινο οργανισμό) η ευπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα τρεπτος… … Dictionary of Greek