εὐ-δαιμονία

εὐ-δαιμονία

εὐ-δαιμονία, , der Zustand des Glücklichen, Glückseligkeit; H. h. 10, 5; Pind. P. 3, 84 N. 7, 56; πολλῷ τὸ φρονεῖν εὐδαιμονίας πρῶτον ὑπάρχει Soph. Ant. 1328; Folgde, in Prosa überall; Ggstz ἀϑλιότης, Plat. Theaet. 175 c. Vgl. bes. Arist. rhet. 1, 15. Auch im plur., Eur. I. A. 590, wie Plat. Phil. 115 d. – Bes. auch auf die äußeren Güter bezogen, Wohlstand, Wohlhabenheit, ἡ Νάξος εὐδαιμονίῃ τῶν νήσων προέφερε Her. 5, 28; Thuc. 2, 97 u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαιμονία — δαιμονίᾱ , δαιμόνιος of fem nom/voc/acc dual δαιμονίᾱ , δαιμόνιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δαιμονίᾱ , δαιμονιάω to be possessed of a God pres imperat act 2nd sg δαιμονίᾱ , δαιμονιάω to be possessed of a God imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονίᾳ — δαιμονίᾱͅ , δαιμόνιος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 369 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Δ της χερσονήσου του Έλους, προς την ακτή του Λακωνικού κόλπου, στον όρμο της Ξυλής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασωπού. Μέχρι το… …   Dictionary of Greek

  • δαιμόνια — δαιμόνιον divine Power neut nom/voc/acc pl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονίαν — δαιμονίᾱν , δαιμόνιος of fem acc sg (attic doric aeolic) δαιμονίᾱν , δαιμονιάω to be possessed of a God imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δαιμονίᾱν , δαιμονιάω to be possessed of a God imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονίας — δαιμονίᾱς , δαιμόνιος of fem acc pl δαιμονίᾱς , δαιμόνιος of fem gen sg (attic doric aeolic) δαιμονίᾱς , δαιμονιάω to be possessed of a God imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμόνι' — δαιμόνια , δαιμόνιον divine Power neut nom/voc/acc pl δαιμόνια , δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνια , δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνιε , δαιμόνιος of masc voc sg δαιμόνιε , δαιμόνιος of masc/fem voc sg δαιμόνιαι , δαιμόνιος of fem …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Daemonia Nymphe — Δαιμόνια Νύμφη Origin Athens, Greece Genres Ancient Greek music, neoclassical, neofolk Years active 1994–present Labels Prikosnovénie …   Wikipedia

  • Daemonia nymphe — Δαιμόνια Νύμφη Жанры Древнегреческая музыка, неофолк, готика Страна …   Википедия

  • Κατράκης, Πότης — (Δαιμονιά Λακωνίας 1930 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στον Πειραιά, ενώ ασχολήθηκε και με την πολιτική. Το 1974 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και αντιπρόεδρος του… …   Dictionary of Greek

  • δαιμονίαι — δαιμονίᾱͅ , δαιμόνιος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”