εὐ-δαιμονικός

εὐ-δαιμονικός

εὐ-δαιμονικός, ή, όν, zur Glückseligkeit gehörig, den Glücklichen betreffend, τὰ εὐδ., das worin die Glückseligkeit besteht, Xen. Mem. 4, 2, 34; ἄνϑρωπος, Ar. Eccl. 1134 u. A.; – glücklich machend, beseligend, τελετή, Plat. Phaedr. 253 c; καὶ καλὸν τὸ προςεπικτᾶσϑαι τιμήν Arist. rhet. 1, 19; χρῆσις D. L. 7, 104; καὶ μακάριον ἔργον Plut.; – οἱ εὐδαιμονικοί, Philosophen, die die Glückseligkeit als das Ziel der Philosophie betrachten, D. L. 1, 17; Ath. XII, 548 b. – Adv. εὐδαιμονικῶς, z. B. πράττειν, Ar. Pax 856; διάγειν, Xen. Hell. 3, 2, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαιμονικός — possessed by a demon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονικός — ή, ό (AM διαμονικός, ή, όν) [δαίμων] 1. (για πρόσωπο) αυτός που κατέχεται από δαίμονα 2. (για καταστάσεις) αυτός που προκαλείται από δαίμονα μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που ταιριάζει σε δαίμονα 2. το ουδ. ως ουσ. πονηρό πνεύμα νεοελλ. σατανικός …   Dictionary of Greek

  • δαιμονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δαίμονα, διαβολικός, σατανικός: Το σχέδιο που κατέστρωσαν είναι δαιμονικό. 2. το ουδ. ως ουσ., δαιμονικό ο διάβολος, το ξωτικό, το στοιχειό: Πίστευε πως τα μεσάνυχτα βγαίνουν τα δαιμονικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαιμονικά — δαιμονικός possessed by a demon neut nom/voc/acc pl δαιμονικά̱ , δαιμονικός possessed by a demon fem nom/voc/acc dual δαιμονικά̱ , δαιμονικός possessed by a demon fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονικώτερον — δαιμονικός possessed by a demon adverbial comp δαιμονικός possessed by a demon masc acc comp sg δαιμονικός possessed by a demon neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονικῶν — δαιμονικός possessed by a demon fem gen pl δαιμονικός possessed by a demon masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονικόν — δαιμονικός possessed by a demon masc acc sg δαιμονικός possessed by a demon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονικαῖς — δαιμονικός possessed by a demon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονικαί — δαιμονικός possessed by a demon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονικοῖς — δαιμονικός possessed by a demon masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονικοί — δαιμονικός possessed by a demon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”