εὐ-δαιμονισμός

εὐ-δαιμονισμός

εὐ-δαιμονισμός, , das Glücklichpreisen, Glücklichschätzen, Arist. rhet. 1, 9 eth. 4, 13 u. Sp., wie Plut. Sull. 6. – Glück, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαιμονισμός — demoniac possession masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονισμός — ο (AM δαιμονισμός) [δαιμονίζομαι] το να κατέχεται κάποιος από δαίμονα …   Dictionary of Greek

  • δαιμονισμοῦ — δαιμονισμός demoniac possession masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονισμῶν — δαιμονισμός demoniac possession masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”