εὐ-ανδρία

εὐ-ανδρία

εὐ-ανδρία, , 1) die Fülle an guten, braven Männern, von den Einwohnern einer Stadt, Xen. Mem. 3, 3, 12; εὐανδρίᾳ κέχρηται ἡ πόλις τοσαύτῃ, die Stadt hat so viel Einwohner, Strab. XVI p. 753; vgl. Plut. Pericl. 19; so ist auch wohl Andoc. 4, 42 τυγχάνω νενικηκὼς εὐανδρίᾳ καὶ λαμπάδι καὶ τραγῳδοῖς zu erkl., wozu Harpocr. noch aus Din.Παναϑηναίοις εὐανδρίας ἀγὼν ἤγετο citirt, B. A. 257 οὗ κοινωνεῖν οὐκ ἐξῆν τοῖς ξένοις, Chöre von schönen Männern. Vgl. noch Ath. XIII, 565 f ἐν ταῖς εὐανδρίαις τοὺς καλλίστους ἐγκρίνουσι καὶ τούτους πρωτοφορεῖν ἐπιτρέπουσι. – Εὐ-ανδρίαι πληρωμάτων, tüchtige Matrosen, Plut. Pomp. 24, s. das Vor. – 2) Mannhaftigkeit, Tapferkeit, Eur. El. 367 Suppl. 913; Antig. D. L. 7, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀνδρία — Ἀνδρίᾱ , Ἄνδριος fem nom/voc/acc dual Ἀνδρίᾱ , Ἄνδριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρία — ἀνδρίᾱ , ἀνδρεία may fem nom/voc/acc dual ἀνδρίᾱ , ἀνδρεία may fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀνδρίον manikin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνδρίᾳ — Ἀνδρίᾱͅ , Ἄνδριος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρίᾳ — ἀνδρίαι , ἀνδρεία may fem nom/voc pl ἀνδρίᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ανδρία — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη στην Ήλιδα, που την αναφέρει o Στέφανος Βυζάντιος. 2. Πόλη της Μακεδονίας. 3. Πόλη της Φρυγίας. Λεγόταν και Άνδειρα …   Dictionary of Greek

  • Ἀνδρίας — Ἀνδρίᾱς , Ἄνδριος fem acc pl Ἀνδρίᾱς , Ἄνδριος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρίας — ἀνδρίᾱς , ἀνδρεία may fem acc pl ἀνδρίᾱς , ἀνδρεία may fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδριάς — ἀνδριά̱ς , ἀνδριάς image of a man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνδρίαι — Ἀνδρίᾱͅ , Ἄνδριος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνδρίαν — Ἀνδρίᾱν , Ἄνδριος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρίαν — ἀνδρίᾱν , ἀνδρεία may fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”