- εὐδιᾱνός
εὐδιᾱνός, ή, όν, = εὔδιος, Pind. P. 5, 10; daher ein warmes Winterkleid εὐδιανὸν φάρμακον αὐρῶν heißt, Ol. 9, 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐδιᾱνός, ή, όν, = εὔδιος, Pind. P. 5, 10; daher ein warmes Winterkleid εὐδιανὸν φάρμακον αὐρῶν heißt, Ol. 9, 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδιανός — εὐδιανός, ή, όν (Α) εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾱν» ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + ανός* (πρβλ. ροδ ανός, τραγ ανός)] … Dictionary of Greek
εὐδιανός — warm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιανόν — εὐδιανός warm masc acc sg εὐδιανός warm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)