- εὐ-διαίτητος
εὐ-διαίτητος, leicht zu entscheiden, Strab. VIII p. 332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-διαίτητος, leicht zu entscheiden, Strab. VIII p. 332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδιαίτητος — εὐδιαίτητος, ον (Α) αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος εύκολα να εκφέρει γνώμη, να αποφασίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιτητός (< διαιτώμαι)] … Dictionary of Greek