- εὐδιαίτερος
εὐδιαίτερος, comparat. zu εὔδιος, Xen. Hell. 1, 6, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐδιαίτερος, comparat. zu εὔδιος, Xen. Hell. 1, 6, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδιαίτερος — εὐδιαίτερος, α, ον (Α) συγκριτ. τού εύδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτ. βαθμός τού εύδιος* (< ευδία) υπό την επίδραση τού ευδίαιος*] … Dictionary of Greek
εὐδιαίτερος — εὔδιος calm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)