- εὐ-δι-όρθωτος
εὐ-δι-όρθωτος, leicht wieder gut zu machen, Hippocr.; τῆς εἰς τὰ χρήματα ζημίας εὐδιόρϑωτον ἐχούσης τὴν συμφοράν D. Hal. 10, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-δι-όρθωτος, leicht wieder gut zu machen, Hippocr.; τῆς εἰς τὰ χρήματα ζημίας εὐδιόρϑωτον ἐχούσης τὴν συμφοράν D. Hal. 10, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευεπανόρθωτος — η, ο (Α εὐεπανόρθωτος, ον) αυτός που επανορθώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ αν ορθωτος (< επ αν ορθώ), πρβλ. αν επαν όρθωτος] … Dictionary of Greek
Ορθεία — Ὀρθεία και Fορθεία και Fωρθεία και Βωρθεία και Βορθέα και Ὀρθία και Fορθασία και Ὀρθωσία, ἡ (Α) επίθετο τής Αρτέμιδος στη Λακωνία και στην Αρκαδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το επίθ. ὀρθός και εμφανίζει μεγάλη ποικιλία μορφών. Ο τ. Ὀρθία, που… … Dictionary of Greek
ευκατόρθωτος — η, ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, ον) αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτος ἡ πολιορκία», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ ορθωτος (< κατ ορθώ)] … Dictionary of Greek