- εὐ-δι-όριστος
εὐ-δι-όριστος, leicht zu bestimmen, zu erklären, Arist. de anim. 2, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-δι-όριστος, leicht zu bestimmen, zu erklären, Arist. de anim. 2, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οριστός — ὁριστός, ή, όν (Α) [ορίζω] 1. αυτός που είναι δεκτικός ορισμού, που μπορεί να οριστεί 2. (για κτήμα) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο … Dictionary of Greek
ὁριστός — definable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστόν — ὁριστός definable masc acc sg ὁριστός definable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστοῖς — ὁριστός definable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστή — ὁριστός definable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστῷ — ὁριστός definable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευόριστος — εὐόριστος, ον (Α) 1. αυτός που τηρείται εύκολα μέσα σε όρια («ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν, εὐόριστον μὲν γὰρ ὡς ψυχρόν», Αριστοτ.) 2. αυτός που μπορεί να οριστεί εύκολα, να καθοριστεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οριστός (< ορίζω), πρβλ. ακαθ… … Dictionary of Greek
ὁριστά — ὁριστά̱ , ὁριστής one who marks the boundaries masc nom/voc/acc dual ὁριστής one who marks the boundaries masc voc sg ὁριστής one who marks the boundaries masc nom sg (epic) ὁριστός definable neut nom/voc/acc pl ὁριστά̱ , ὁριστός definable fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστῶν — ὁριστής one who marks the boundaries masc gen pl ὁριστός definable fem gen pl ὁριστός definable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οριστικός — ή, ό (ΑΜ ὁριστικός, ή, όν) [οριστός] το θηλ. ως ουσ. η οριστική γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό νεοελλ. 1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική») 2 … Dictionary of Greek
φιλοριστία — ἡ, Α η τάση τού να δίνει κανείς ορισμούς («ἐπεὶ καὶ τοῡτον τὸν ἄνδρα... τὸ τῆς φιλοριστίας ἐπενείματο νόσημα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οριστία (< ὁριστός < ὁρίζω), πρβλ. ἀ οριστία] … Dictionary of Greek