- εὐ-ακής
εὐ-ακής, ές, dasselbe, Hesych.; adv. εὐακέως, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ακής, ές, dasselbe, Hesych.; adv. εὐακέως, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἄκης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκης — βλ. άκι … Dictionary of Greek
ἀκῆς — ἀκέω pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκή point fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκης — ἄ̱κης , ἀκέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκαι — Ἄκης masc nom/voc pl Ἄκᾱͅ , Ἄκης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέων — Ἄκης masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκῶν — Ἄκης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκεα — Ἄκης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκη — Ἄκης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκην — Ἄκης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκου — Ἄκης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)