πυρι-πόλος

πυρι-πόλος

πυρι-πόλος, = πυρπόλος, Orph. H. 51, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κινησίπολος — κινησίπολος, ον (Α) αυτός που κινεί τον ουράνιο θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι (< κινῶ) + πόλος (< πόλος «ουράνιος θόλος»), πρβλ. πυρί πολος, υψί πολος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • μακρόπολος — μακρόπολος, ον (Α) αυτός που φθάνει μακριά, μακρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πόλος (< πέλομαι), πρβλ. κινησί πολος, πυρί πολος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”