- πυρ-αύστης
πυρ-αύστης, ὁ, die Lichtmotte; Arist. H. A. 8, 27; Aesch. frg. 298, μῶρος πυραύστου μόρος, woraus Tzetz. zu Lycophr. 83 ein Wort machte, πυραυστουμόρος, der Lichtmottentod.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρ-αύστης, ὁ, die Lichtmotte; Arist. H. A. 8, 27; Aesch. frg. 298, μῶρος πυραύστου μόρος, woraus Tzetz. zu Lycophr. 83 ein Wort machte, πυραυστουμόρος, der Lichtmottentod.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυραύστης — ὁ, Α 1. έντομο που πετά γύρω από το λυχνάρι και τελικά καίγεται, πιθανώς η πεταλούδα 2. παροιμ. φρ. «δέδοικα μῶρον κάρτα πυραύστου μόρον» λεγόταν για όσους προξενούν ζημιά ή βλάβη στους εαυτούς τους (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αύστης (< αὔω … Dictionary of Greek