εὐ-μελίας

εὐ-μελίας

εὐ-μελίας, , VLL., = ἐϋμμελίης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελιάς — (τέλη 9ου – αρχές 10ου αι.). Στρατιωτικός της μεσοβυζαντινής περιόδου. Διετέλεσε κριτής του ιπποδρόμου, παραθαλασσίτης, ανθύπατος και πατρίκιος. Διακρίθηκε στους πολέμους του Βυζαντίου εναντίον των Αράβων και έλαβε μέρος στην εκπόρθηση της πόλης… …   Dictionary of Greek

  • Μελίας — Μελίᾱς , Μελίη manna ash fem acc pl Μελίᾱς , Μελίη manna ash fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίας — μελίᾱς , μελία manna ash fem acc pl μελίᾱς , μελία manna ash fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИОВ ИАСИТ (МЕЛИЙ) — [греч. ᾿Ιὼβ ᾿Ιασίτης, Μελίας], иером., визант. писатель 2 й пол. XIII в. Советник и сподвижник патриарха К польского Иосифа I Галисиота (1266 1275, 1282 1283) в борьбе с униатской политикой имп. Михаила VIII Палеолога (1259 1282). По распоряжению …   Православная энциклопедия

  • Melias (general of Lykandos) — Melias (Greek: Μελίας) or Mleh (Armenian: Մլեհ, often Mleh mec, Mleh the Great in Armenian sources)[1] was an Armenian prince who entered Byzantine service and became a distinguished general, founding the theme of Lykandos and participating in… …   Wikipedia

  • Μελίαι — και Μελιάδες, αἱ (Α) [μελιά] νύμφες που κατά την αρχαία μυθολογία γεννήθηκαν από τις σταγόνες τού αίματος τού Ουρανού, όταν ακρωτηριάστηκε, χύθηκαν σε ένα σημείο τής Γης και τό γονιμοποίησαν («Νύμφας θ ἅς Μελίας καλέουσ ἐπ ἀπείρονα γαῑαν»,… …   Dictionary of Greek

  • εϋμμελίης — ἐϋμμελίης, ὁ, ιων. γεν. ἐϋμμελίω, δωρ. γεν. ἐϋμμελία (Α) οπλισμένος με καλό δόρυ από μελία, ικανός ακοντιστής, καλός πολεμιστής («Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εΰς + μελία «δόρυ από ξύλο μελιάς»] …   Dictionary of Greek

  • ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… …   Dictionary of Greek

  • μέλινος — (I) μέλινος, ὁ (Α) το φυτό μελίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελίνη* με αλλαγή γένους]. (II) η ο (Α μέλινος και μελίνεος και μείλινος, ίνη, ον) αυτός που είναι κατασκευασμένος από ξύλο μελίας («ὁ δ ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος Τληπόλεμος», Ομ. Ιλ …   Dictionary of Greek

  • μελέινος — μελέϊνος, η, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή τού ι σε ε ] …   Dictionary of Greek

  • μελία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 117 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται σε απόσταση 29 χλμ. Ν των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Δημητρίου. * * * η (Α μελία και επικ. τ. μελίη) άλλη κοινή σήμερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”