εὐ-αγκής

εὐ-αγκής

εὐ-αγκής, ές, mit schönen Thälern, λόφος, Pind. N. 5, 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευαγκής — εὐαγκής (και ποιητ. τ. τού θηλ. εὐάγκεια), ές (Α) αυτός που έχει ωραίες κοιλάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγκής (< άγκος «κοιλάδα»), πρβλ. βαθυ αγκής] …   Dictionary of Greek

  • βαθυαγκής — βαθυαγκής, ές (Α) αυτός που έχει βαθιές χαράδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + αγκής < άγκος «ορεινή κοιλάδα, φαράγγι» (πρβλ. εναγκής)] …   Dictionary of Greek

  • μισγάγκεια — η (Α μισγάγκεια) η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου τής οποίας γίνεται η ροή τού νερού αρχ. 1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα… …   Dictionary of Greek

  • συνάγκεια — η, ΝΑ νεοελλ. διεθν. δίκ. η γραμμή που ακολουθεί ο μέσος ρους ποταμού ως σύνορο δύο παρόχθιων κρατών αρχ. κοίλος τόπος, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγκεια (< αγκης < ἄγκος «ορεινή κοιλάδα»), πρβλ. ευάγκεια, μισγ άγκεια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”