εὐ-νεικής

εὐ-νεικής

εὐ-νεικής oder εὐνείκεστος, = εὐδιάκριτος, Antimach. bei Porphyr. zu Il. 24, 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νείκης — νείκη fem gen sg (attic epic ionic) νεικέω quarrel imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνεικής — εὐνεικής, ές (Α) 1. αυτός που κρίνει, που αποφασίζει εύκολα για αγώνα 2. (για χρησμό) αυτός τού οποίου η σημασία εξηγείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νεικής (< νείκος «διαμάχη, έριδα»), πρβλ. αμφι νεικής, πολυ νεικής] …   Dictionary of Greek

  • πολυνεικής — Γιος του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Όταν ο αδελφός του Ετεοκλής τον έδιωξε από τη Θήβα, κατέφυγε στο Άργος, όπου ο βασιλιάς Άδραστος του έδωσε γυναίκα την κόρη του Αργία. Μονομάχησε για το θρόνο με τον αδελφό του Ετεοκλή, και σκοτώθηκαν και οι… …   Dictionary of Greek

  • αμφινεικής — ἀμφινεικής, ές (Α) αυτός που τόν διεκδικούν πολλοί, ο περιζήτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + νεικής < νεῖκος (πρβλ. εὐνεικής, πυλυνεικής κ.λπ. και το κύριο Πολυνείκης). ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινείκητος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόνικος — και φιλόνεικος, η, ο / φιλόνικος και φιλόνεικος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει να φιλονικεί, φίλερις, καβγατζής αρχ. 1. (με θετική σημ.) φιλότιμος («ἀντὶ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρήματοι τελευτῶντες ἐγένοντο», Πλάτ.) 2. (το ουδ ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”