εὐ-κνήμῑς

εὐ-κνήμῑς

εὐ-κνήμῑς, ep. ἐϋκνήμῑς, ῑδος, mit schönen Beinschienen, Ἀχαιοί, bes. in der Il., Od. 2, 402. 9, 550 ἑταῖροι. – Nonn. ἀπήνη, mit schönen Radschienen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κνημίς — κνημίς, ῑδος, δωρ. τ. κναμίς, ἡ (Α) [κνήμη] 1. μεταλλικό ή δερμάτινο κάλυμμα τής κνήμης το οποίο αποτελούσε μέρος τής πανοπλίας, η περικνημίδα («κνημῑδας μέν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε» Ομ. Ιλ.) 2. ακτίνα τροχού («τὰ μὲν πλάγια καὶ αἱ κνημῑδες… …   Dictionary of Greek

  • κνημίς — κνημί̱ς , κνημίς greave fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδα — κνημίς greave fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδας — κνημίς greave fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδε — κνημίς greave fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδες — κνημίς greave fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδι — κνημίς greave fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδος — κνημίς greave fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖσι — κνημίς greave fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖσιν — κνημίς greave fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνημίδων — Κνῆμις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”