- εὐ-καής
εὐ-καής, ές, wohl brennend, Schol. Ap. Rh. 1, 432; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-καής, ές, wohl brennend, Schol. Ap. Rh. 1, 432; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάης — ο 1. άνθρωπος με κακούργα ένστικτα, φθονερός, εγκληματίας, κακούργος 2. δειλός, φοβιτσιάρης 3. αβάπτιστο βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ον. Κάιν] … Dictionary of Greek
καῇς — καίω kindle aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάῃς — κά̱ῃς , καίω kindle pres subj act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαής — εὐκαής, ές (Α) αυτός που καίγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * καής (< καίω), πρβλ. δıa καής, περι καής] … Dictionary of Greek
ηλιοκαής — ές (Α ἡλιοκαής, ές) ο καμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo ἡλιοκαές είδος φαρμακευτικής σκόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καης (< καίω), πρβλ. δια καής, πυρι καής] … Dictionary of Greek
ιπνοκαής — ἰπνοκαής, ές (Α) ο ψημένος στον κλίβανο, στον φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καής (< καίω), πρβλ. ηλιο καής, πυρι καής] … Dictionary of Greek
νεοκαής — νεοκαής, ές (Μ) αυτός που κάηκε πρόσφατα, νεοκαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καής (< καίω), πρβλ. πυρι καής] … Dictionary of Greek
πολυκαής — ές, Α πολύ καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καής (< θ. καητού ε κάην, αόρ. τού καίω), πρβλ. δια καής] … Dictionary of Greek
πυρικαής — ές, Α 1. αυτός που καίγεται από υπερβολική θερμότητα, από φωτιά, αυτός που φλέγεται 2. πολύ θερμός, φλογερός («πυρικαὴς πυρετός», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + καής (< θ. καη , πρβλ. αόρ. ἐ κάη ν τού καίω), πρβλ. ηλιο καής] … Dictionary of Greek
ταχυκαής — ές, Ν αυτός που καίγεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + καής (< θ. καη τού καίω, πρβλ. αόρ. β ἐ κάην), πρβλ. βραδυ καής] … Dictionary of Greek
βραδυκαής — ές ο βραδυφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + καής < καίω (πρβλ. διακαής, ευκαής κ.ά.)] … Dictionary of Greek