- εὐ-είματος
εὐ-είματος, wohlgekleidet, Max. Tyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-είματος, wohlgekleidet, Max. Tyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἵματος — εἷμα garment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσείλημα — είματος, τὸ, Α 1. αυτό με το οποίο καλύπτει κανείς κάτι, περικάλυμμα, περιτύλιγμα 2. φρ. «προσείλημα κεφαλῆς» σαρίκι, τουρμπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εἴλημα «κάλυμμα»] … Dictionary of Greek
τάφειμα — είματος, το, Α [τάφος] τάφος … Dictionary of Greek
χείμα — είματος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) 1. χειμώνας 2. χειμερινός καιρός, κρύο, παγωνιά 3. θύελλα, καταιγίδα 4. (η αιτ. ως επίρρ.) χεῑμα χρον. κατά τη διάρκεια τού χειμώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειμώνας] … Dictionary of Greek
ευείματος — εὐείματος, ον (Α) ντυμένος με καλά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειματος (< είμα «ένδυμα» < έννυμι «ενδύομαι»), πρβλ. διπλο είματος, δυσ είματος] … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek