- εὐείκαστος
εὐείκαστος, gut zu errathen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐείκαστος, gut zu errathen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευείκαστος — εὐείκαστος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίον εύκολα εικάζει κάποιος 2. ικανός να εικάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εικαστός (< εικάζω)] … Dictionary of Greek
εὐείκαστος — easy to conjecture masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεικάστους — εὐείκαστος easy to conjecture masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)