εὐ-κηλήτειρα

εὐ-κηλήτειρα

εὐ-κηλήτειρα, , die Besänftigerinn, παίδων Hes. O. 466. Vgl. Plut. Symp. 3, 9, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηλήτειρα — κηλήτειρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡσυχάστρια», αυτή που κατακηλεί, που μαγεύει, που θέλγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηλητήρ (< κηλῶ «μαγεύω, θέλγω»)] …   Dictionary of Greek

  • κηλήτειρα — enchantress fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκηλήτειρα — εὐκηλήτειρα, ἡ (Α) αυτή που θέλγει, που γαληνεύει, που καταπραΰνει («παίδων εὐκηλήτειρα», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κηλήτειρα, θηλ. τού κηλήτωρ (< κηλώ «θέλγω»)] …   Dictionary of Greek

  • κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”