- εὐ-γηθής
εὐ-γηθής u. εὐγήθητος, nur in der dor. Form εὐγαϑής, -γάϑητος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-γηθής u. εὐγήθητος, nur in der dor. Form εὐγαϑής, -γάϑητος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυρογηθής — λυρογηθής, ές (Α) αυτός που τέρπεται παίζοντας λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + γηθής (< γῆθος < γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνο γηθής, χθονο γηθής] … Dictionary of Greek
μελιγηθής — ές (Α μελιγηθής και δωρ. τ. μελιγαθής, ές) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μελιγηθής ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας nitidulidae, που περιλαμβάνει είδη εντόμων μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους αρχ. αυτός που είναι γλυκός και ευφραίνει σαν το μέλι.… … Dictionary of Greek
χθονογηθής — ές, Α αυτός που χαίρεται με τα γήινα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + γηθής (< γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνο γηθής, λυρο γηθής] … Dictionary of Greek
δαφνογηθῆ — δαφνο̄γηθής delighting in the bay neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δαφνο̄γηθής delighting in the bay masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δαφνο̄γηθής delighting in the bay masc/fem acc sg (attic epic doric) δαφνογηθής neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγηθής — εὐγηθής, ές και δωρ. τ. εὐγαθής, ές (Α) γεμάτος χαρά, εύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γηθής (< γήθος), πρβλ. πολυ γηθής] … Dictionary of Greek
περιγηθής — ές, Α πάρα πολύ χαρούμενος, περιχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γηθής (< γῆθος «χαρά, ευχαρίστηση»), πρβλ. πολυ γηθής] … Dictionary of Greek
πολυγηθής — ές, και δωρ. τ. πολυγαθής και πολύγηθος, ον, Α τερπνός, ευχάριστος («πολυγηθὴς Διώνυσσος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γηθής / γηθος (< γῆθος, τὸ «χαρά»), πρβλ. ευ γηθής] … Dictionary of Greek
φρενογηθής — ές, Α αυτός που προκαλεί χαρά, ευφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + γηθής (< γῆθος* < γηθέω «χαίρομαι»), πρβλ. πολυ γηθής, πλουτο γᾱθής] … Dictionary of Greek
δαφνογηθής — δαφνογηθής, ές (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που ευχαριστιέται με τη δάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + γηθής < γήθος «χαρά, ευχαρίστηση» (πρβλ. πολυγηθής, ευγηθής)] … Dictionary of Greek
εριγηθής — ἐριγηθής, ές (Α) περιχαρής, χαρμόσυνος («ἐριγηθῇ νίκην», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + γηθής (< γήθος «χαρά»] … Dictionary of Greek
πλουτογαθής — και πλουταγαθής, ές, Α 1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη 2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + γᾱθής / γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελι γαθής, πολυ γαθής] … Dictionary of Greek