- εὐ-ελκής
εὐ-ελκής, ές, dessen Geschwüre gut heilen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ελκής, ές, dessen Geschwüre gut heilen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕλκῃς — ἕλκω sulcus pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευελκής — εὐελκής, ές (Α) αυτός τού οποίου τα έλκη θεραπεύονται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελκής (< έλκος), πρβλ. δυσ ελκής, κακο ελκής] … Dictionary of Greek
ισοελκής — ἰσοελκής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο βάρος, ισοβαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ελκής (< ἕλκω), πρβλ. κακο ελκής, πολυ ελκής] … Dictionary of Greek
κακοελκής — και κακελκής, ές (Α) αυτός που πάσχει από κακόηθες έλκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ελκής (< ἕλκος), πρβλ. ισο ελκής, πολυ ελκής] … Dictionary of Greek
καχελκής — καχελκής, ές (Α) αυτός που έχει κακό έλκος, πληγή που δύσκολα θεραπεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ἑλκής (< ἕλκος), πρβλ. δυσ ελκής, ευ ελκής] … Dictionary of Greek
κεραελκής — κεραελκής, ές (Α) 1. (συν. για ταύρους) αυτός που έχει δυνατά κέρατα, αυτός που χρησιμοποιεί με δύναμη τα κέρατά του 2. ο διακοσμημένος με κέρας, κερουλκός* 3. (το αρσ. πληθ.) κεραελκεῑς (κατά τόν Ησύχ.) κερατεσσείς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερε αλκής… … Dictionary of Greek
πολυελκής — ές, Α αυτός που έχει πολλά έλκη, πολλές πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ελκής (< ἕλκος), πρβλ. δυσ ελκής] … Dictionary of Greek
τοξελκής — ές, Α αυτός που τεντώνει το τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + ελκής (< ἕλκος), πρβλ. εὐ ελκής] … Dictionary of Greek
κερατεσσείς — κερατεσσεῑς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τοὺς ταύρους ἕλκοντες ἀπὸ των κεράτων καλοῡνται δὲ καὶ κεραελκεῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κέρας, κέρατ ος + ε , πιθ. κατά τα κερα ελκής + σσεῖς, που συνδέεται ίσως με το σεύω / ομαι (πρβλ. βο… … Dictionary of Greek
πυροελκής — ές, Α αυτός που προξενεί πύρινες πληγές, δηλαδή πληγές που παρουσιάζουν φλόγωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* + ἕλκος (πρβλ. αν ελκής)] … Dictionary of Greek